Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γενάτος — ο [γένι] αυτός που έχει γένια … Dictionary of Greek
γενάτος — ο αυτός που έχει γένια, ο γενειοφόρος: Γνώρισα ένα ραβίνο γενάτο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)